ζαχαροκαμωμένος

ζαχαροκαμωμένος
-η, -ο
1. φτιαγμένος με ζάχαρη.
2. μτφ., γλυκός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροκάμωτος — η, ο ζαχαροκαμωμένος, κατασκευασμένος από ζάχαρη …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροπλασμένος — η, ο 1. πλασμένος με ζάχαρη, ζαχαροκαμωμένος 2. μτφ. γλυκός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”